Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μὰ τὴν Ἀφροδίτην

См. также в других словарях:

  • Ἀφροδίτην — Ἀφροδί̱την , Ἀφροδίτη Aphrodite fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίτην — ἀφροδί̱την , Ἀφροδίτη Aphrodite fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ …   Dictionary of Greek

  • αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …   Dictionary of Greek

  • ενεύχομαι — ἐνεύχομαι (Α) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία 2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω 3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια («ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… …   Dictionary of Greek

  • συνεκτείνω — Α [ἐκτείνω] 1. ρίχνω κάτι καταγής δίπλα σε κάτι άλλο («συνεξέτεινεν αὐτῷ [ενν. τῷ Ἄρει] τὴν Ἀφροδίτην», Ηράκλειτ.) 2. εκτείνω κάτι παράλληλα προς κάτι άλλο 3. μέσ. συνεκτείνομαι εκτείνομαι παράλληλα προς κάτι, είμαι ίσος με κάτι …   Dictionary of Greek

  • Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»